create your own banner at mybannermaker.com!
Copy this code to your website to display this banner!

STUDENTS PROJECTS

For those students of Architecture and Fine Arts from around the world who want to publish their thesis work, contact us.

Thursday, August 19, 2010

Thomas Forster - Υπάρχει μια κοσμοπολίτικη λύση στην κλιματική αλλαγή;



cartoon_environmentalismΩς ερευνητής που μελετάει θέματα σχετικά με τον κοσμοπολιτισμό και την δημοκρατία στον πλανήτη, είδα με ενδιαφέρον τον τίτλο του αφιερώματος ‘ Από την Κλιματική Αλλαγή στην Περιβαλλοντική Δικαιοσύνη’. H έκδοση, σκέφτηκα, αναφέρεται και στις δυο κατηγορίες θεμάτων ή οι δυο αυτές κατηγορίες είναι, ή θα μπορούσε να είναι, συνδεδεμένες;



Σε ό, τι με αφορά, τα δυο θέματα έχουν σίγουρα ένα κοινό σημείο. Στην έρευνα μου για τον κοσμοπολιτισμό, μια από τις πιο πρόσφατες σκέψεις που ήρθαν στο προσκήνιο αφορά την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Το 2005, ο David Held είπε, σε ένα από τα οκτώ σημεία του για τον κοσμοπολιτισμό, ότι ‘η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη πρέπει να είναι σύμφωνη με τη διαχείριση των βασικών πόρων του κόσμου- των πόρων, δηλαδή, που είναι αναντικατάστατοι και μη βιώσιμοι’.[1] Νομίζω ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα στάση στην κοσμοπολίτικη ατζέντα αφού, στο ίδιο απόσπασμα με την παραπάνω αναφορά, ο Ηeld εκφράζει, επίσης, την πεποίθηση ότι ‘εκείνοι στους οποίους επιδρούν σημαντικά οι δημόσιες αποφάσεις, θέματα ή διαδικασίες, πρέπει, ceteris paribus, να έχουν μια ίση ευκαιρία, άμεσα ή έμμεσα μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων, να τις επηρεάζουν και να τις διαμορφώνουν…εάν οι συγκεκριμένες αποφάσεις είναι δια-τοπικές, διεθνικές ή διαπεριφερειακές, τότε οι πολιτικές οργανώσεις δεν πρέπει να έχουν μόνο τοπική βάση αλλά και μια ευρύτερη σκοπιά και πλαίσιο δράσης’.[2] Ακαδημαϊκοί όπως ο Andrew Linklater έχουν, επίσης, την ίδια άποψη. Το 1999 ο Linklater είπε ότι η κοσμοπολίτικη ατζέντα πρέπει να δημιουργεί ‘ευρύτερες κοινότητες λόγου και να περιορίζει τις μορφές άδικου αποκλεισμού μέσα σε αυτές’- διευθετώντας την διεθνή ατζέντα με ‘διάλογο και συναίνεση παρά με εξουσία και δύναμη’.[3] Για μια γενική κοσμοπολίτικη ατζέντα αυτοί οι στόχοι μοιάζουν καλοί, νομίζω όμως ότι στο πλαίσιο των περιβαλλοντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος, και υπό το φως της δήλωσης του Held ότι η βιωσιμότητα είναι κυρίαρχη στην κοσμοπολίτικη πρακτική, βρίσκονται μακριά από τη λύση (και τον πλανήτη) που πρέπει να προσπαθήσουν να φέρουν. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ετερογένεια στο σύγχρονο διεθνές πολιτικό σύστημα εμποδίζει τον αποτελεσματικό και δημοκρατικό διάλογο, εφόσον οι αποφάσεις λαμβάνονται σε διεθνικό επίπεδο, και αποτελεί, συνεπώς, το μόνο μεγάλο εμπόδιο για στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σήμερα. Θα προσπαθήσω να το αναδείξω παρακάτω.


Σύμφωνα με τον κοσμοπολίτικο τρόπο σκέψης στον οποίον αναφέρθηκα πιο πάνω, σε σχέση με τις όποιες παγκόσμιες αποφάσεις για περιβαλλοντικά θέματα ή θέματα βιωσιμότητας, θα έπρεπε να γίνει ένα παγκόσμιο δημοψήφισμα προκειμένου οι άνθρωποι να έχουν την ευκαιρία να διαμορφώσουν το αποτέλεσμα ή να ξεκινήσουν μια ανταλλαγή διαλόγου για τη διαμόρφωση μιας απόφασης που να ταιριάζει περισσότερο σε όλους. Και οι δυο προτάσεις δεν μοιάζουν όμως λειτουργικές αν θέλουμε να φτάσουμε σε μια χειροπιαστή λύση αυτού του εξαιρετικά πιεστικού ζητήματος. Η αιτία μπορεί να είναι ότι εν τη απουσία ενός μη πρακτικού παγκόσμιου δημοψηφίσματος, κάθε τόπος θα έστελνε αντιπροσώπους που θα ψήφιζαν ή θα άρχιζαν διάλογο για λογαριασμό του. Εάν πράγματι αυτό γινόταν, θα ήταν εξαιρετικά αφελές να πιστέψουμε ότι οι αντιπρόσωποι θα ψήφιζαν απλώς ‘για το καλό της ανθρωπότητας ως σύνολο’, από τη στιγμή που οι εσωτερικές πολιτικές αφοσιώσεις και οι οικονομικές σκοπιμότητες θα έπαιζαν το ρόλο τους στη διαδικασία λήψης απόφασης. Αυτό θα ίσχυε ιδιαίτερα για τα αναπτυσσόμενα έθνη που εξαρτώνται ακόμη πολύ από τη χρήση του άνθρακα για την οικονομική τους ανάπτυξη. Τα κοσμοπολίτικα ιδεώδη που προσδιορίσαμε πιο πάνω θα ήταν, στην πράξη, ακατάλληλα εάν είχαν να κάνουν με θέματα όπως η κλιματική αλλαγή που οφείλεται στις εγγενείς πολιτιστικές, πολιτικές και, κυρίως, οικονομικές διαφορές μεταξύ των δυνάμεων που λαμβάνουν αποφάσεις και στις οποίες επαφίεται το αποτέλεσμα οποιασδήποτε συζήτησης.


Ας πάρουμε για παράδειγμα το Πρωτόκολλο του Κιότο. Ενώ αποτελεί εμφανώς μια ‘κοινή διεθνή προσπάθεια για την καταπολέμηση των επιδράσεων των αερίων του θερμοκηπίου και της κλιματικής αλλαγής, ολόκληρη η διαδικασία σύρθηκε υπό το βάρος των εσωτερικών ‘αναγκών’ και ευθυνών κάθε έθνους, με αποκορύφωμα την άρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ακόμη και να επικυρώσουν τη συνθήκη. Δεν είναι σαφές εάν η θέση αυτή θα αλλάξει στο εγγύς μέλλον. Πράγματι, εάν ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2008 σημαίνει κάτι, μπορεί να μην αποτελούν καν οι Ηνωμένες Πολιτείες το μεγαλύτερο αντικείμενο της διεθνούς ανησυχίας. Οι Aufhammer και Carson αναφέρουν στο άρθρο τους για τη μελλοντική έκβαση του διοξειδίου του άνθρακα στην Κίνα ότι ‘σύμφωνα με τις καλύτερες προβλέψεις μας οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην Κίνα ξεπερνούν εκείνες των Ηνωμένων Πολιτειών το 2006 αντί για το 2020 όπως προβλεπόταν προηγουμένως’. Καθώς έχει γίνει σαφές εδώ και αρκετό διάστημα ότι ‘οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν θέσει ως προϋπόθεση για την προσχώρησή τους σε οποιαδήποτε διεθνή συμφωνία, όπως το πρωτόκολλο του Κιότο, να προχωρήσει και η Κίνα σε ουσιαστικές μειώσεις του διοξειδίου του άνθρακα’, το μέλλον σε ό, τι αφορά τις διεθνείς δημοκρατικές κοσμοπολίτικες λύσεις στο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης μοιάζει δυσοίωνο.[4] Σύμφωνα με ένα πρόσφατο σχόλιο, ‘ οι επιστήμονες που επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν την αύξηση των παγκόσμιων εκπομπών πριν από το 2020 για να αποτρέψουν μια μη αναστρέψιμη, όπως πιστεύουν, ζημιά για το κλίμα θα αναρωτιούνται πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί’.


Πώς μπορεί, λοιπόν, να επιτευχθεί; Μακριά από μένα να προτείνω εδώ την οριστική λύση, αν και θα ήθελα να συνεισφέρω με ορισμένες ιδέες. Χρησιμοποιώντας τη νέο-κοσμοπολίτικη ορολογία προτείνω ότι, σε ό, τι αφορά το ζήτημα του περιβάλλοντος, πρέπει να δούμε ότι δεν αφορά μόνο τις σημερινές, αλλά και τις μέλλουσες γενιές των ανθρώπων. Αυτοί, όσο κι εμείς ή ακόμη περισσότερο, θα δεχτούν τις μεγαλύτερες επιδράσεις των περιβαλλοντικών αλλαγών που είναι βέβαιο πως θα συμβούν εάν ο κόσμος συνεχίσει στην ίδια πορεία. Ενώ λοιπόν είμαι, ασφαλώς, υπέρμαχος των κοσμοπολίτικων ιδανικών, διαφωνώ με τον τρόπο με τον οποίον, ενδεχομένως, θα θελήσουν να δουν τη συλλογική περιβαλλοντική αλλαγή.


Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η κλιματική αλλαγή και η περιβαλλοντική υποβάθμιση δεν είναι ζητήματα που μπορούν να περιμένουν να λυθούν μέχρι να βρεθεί μια αποτελεσματική πολυμερής λύση. Οι επιστήμονες μιλούν, εδώ και πολύ καιρό, για ‘σημείο χωρίς επιστροφή’ (και πιο πρόσφατα για ‘σημείο ανατροπής’) που, αν πιστέψουμε τις εκτιμήσεις, πλησιάζει όλο και περισσότερο κάθε χρόνο. Ενώπιον τούτου, φαίνεται ότι η μοναδική πραγματική αλλαγή μπορεί να διευκολυνθεί από μια μονομερή λύση και θα έλεγα ότι τη λύση αυτή μπορεί να δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο λόγος είναι ότι η Ε.Ε. βρίσκεται, αυτή τη στιγμή, σε εξαιρετικά ισχυρή οικονομική θέση έτσι ώστε να διευκολύνει την αλλαγή. Ως ένας, αν όχι ομεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας, με την ευρύτερη συνολικά παγκόσμια οικονομίακαι μια θαυμάσια περιβαλλοντική ατζέντα, η Ε.Ε. είναι ασφαλώς σε θέση να κάνει την αλλαγή με τους δικούς της όρους. Στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία, οι οικονομικές κυρώσεις μπορούν να έχουν τόσο σκληρή ισχύ όσο η ατομική βόμβα το 1945. Σε τελική ανάλυση, η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και όποιες άλλες χώρες έχουν σαφείς εθνικιστικές στάσεις έναντι της περιβαλλοντικής πολιτικής θα συντάσσονταν εάν υπήρχαν επιπτώσεις στις οικονομίες τους- αφού γι’ αυτό λένε ότι δεν θέλουν να συμμετάσχουν πλήρως στη σημερινήπεριβαλλοντική ατζέντα!


Το ηθικό δίδαγμα είναι σαφές για μένα και νομίζω ότι έχει καθαρά κοσμοπολίτικη φύση. Σε ζητήματα που επιδρούν στους ανθρώπους όλου του κόσμου είναι εύκολο να συγκεκριμενοποιήσουμε μερικά θεμελιώδη δικαιώματα που μπορεί να διεκδικήσει το σύνολο της ανθρωπότητας. Όπως η τροφή, η στέγη, η παιδεία και η ιατρική περίθαλψη, νομίζω ότι το δικαίωμα να ζούμε σε ένα καθαρό και περιβαλλοντικά σταθερό κόσμο αποτελεί ένα αίτημα της σημερινής, όπως και της μελλοντικής γενιάς (ων). Αυτό διασφαλίζει ότι εάν μια οικονομική αξία πρόκειται να τεθεί στο περιβάλλον ως σύνολο, δεν θα γίνει με τρόπο που θα είναι επιζήμιος για τη μελλοντική ανθρώπινη αντιπροσωπεία. Στην καλύτερη περίπτωση, το αίτημα θα προωθείται φυσικά από τη δημοκρατική διαδικασία- όμως, με το ρολόι να χτυπά και με ορισμένα κράτη να εξακολουθούν να έχουν ιδιοτελείς εθνικιστικές ατζέντες, φαίνεται ότι η βία, και σ’ αυτή την περίπτωση η οικονομική βία, μπορεί να είναι ο μόνος πραγματικός και αποτελεσματικός τρόπος για τη διευκόλυνση της αλλαγής. Για να χρησιμοποιήσω μια αναφορά του Isaiah Berlin, ‘αναγνωρίζουμε ότι είναι πιθανό, μερικές φορές δικαιολογημένο, να εξαναγκάζουμε τους ανθρώπους στο όνομα κάποιου σκοπού (ας πούμε της δικαιοσύνης ή της δημόσιας υγείας) που θα μπορούσαν οι ίδιοι, αν ήταν πιο φωτισμένοι, να επιδιώξουν, αλλά δεν το κάνουν, επειδή είναι τυφλοί ή αδαείς ή διεφθαρμένοι’.[5] Στην περίπτωση της σημερινής παγκόσμιας περιβαλλοντικής κρίσης, θα έλεγα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναλάβει αυτή τη δυσάρεστη, αλλά σαφώς κοσμοπολίτικη, ευθύνη, προτού είναι πολύ αργά. Ταυτόχρονα, όμως, με την οικονομική βία, θα πρέπει να δοθούν αυξημένες χρηματοδοτήσεις για την ανάπτυξη και εφαρμογή περιβαλλοντικά βιώσιμων ενεργειακών λύσεων για τις αναπτυσσόμενες χώρες.


Πιστεύω επίσης ότι οι μονομερείς, επικεντρωμένες στον κοσμοπολιτισμό, λύσεις μπορούν να είναι χρήσιμες όχι μόνο για την επιδίωξη περιβαλλοντικής δικαιοσύνης αλλά και για την επίτευξη δικαιοσύνης, γενικότερα, για κρίσιμα προβλήματα διακρίσεων, φτώχειας και συγκρούσεων που οφείλονται σε αρχικά παρόμοιες, ιδιοτελείς εθνικιστικές αιτίες. Στην Αφρική, για παράδειγμα, από το φόβο της αναβίωσης ιστορικά πρόσφατων και αρνητικών αποικιοκρατικών συνειρμών, η Δύση έμεινε έξω από πολλά ζητήματα, προκειμένου να μην χαρακτηριστεί αντιδημοκρατική. Σύμφωνα όμως με τη παγκόσμια ατζέντα για τη δικαιοσύνη, όπως είπα προηγουμένως, πρέπει να υπάρχουν κάποια θεμελιώδη δικαιώματα που να μπορεί να διεκδικήσει ολόκληρη η ανθρωπότητα, πέρα από τον ‘δημοκρατικό’ έλεγχο οποιασδήποτε χώρας. Όπως το έθεσε εύστοχα ο αρχιεπίσκοπος της Ζιμπάμπουε Pius Neube το 2007, υπάρχει μια σαφής επιλογή ανάμεσα στην υποστήριξη ‘μιας κυβέρνησης που είναι έτοιμη να θυσιάσει τις ζωές του λαού της ή την ανατροπή (της Δύσης) με κίνδυνο να αποκαλεστεί ιμπεριαλιστική’. Η δήλωση αυτή ισχύει και για πολλά διαφορετικά θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες που καταπατώνται σε παγκόσμιο επίπεδο και σε καθημερινή βάση- μολονότι η φύση και το περιεχόμενο αυτών των δικαιωμάτων αποτελούν αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης.


Τέλος, εάν αναρωτιέται κανείς πώς η ατζέντα που πρότεινα μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη, υπάρχουν προφανώς πολλά ερωτήματα που χρειάζονται απάντηση. Για παράδειγμα- ποιες ακριβώς οικονομικές κυρώσεις μπορούν να ληφθούν; Πόσο διάστημα θα πάρει και μπορεί η Ε.Ε. να καταλήξει σε απόφαση για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής; Ποιες συγκεκριμένες περιβαλλοντικές παραχωρήσεις πρέπει να κάνουν οι χώρες που δεν είναι σήμερα συνεργάσιμες και με ποια σειρά (οι μη συνεργάσιμες χώρες) θα ιεραρχηθούν; Καθώς αυτή είναι μόνο μια μικρή επιλογή των θεμάτων που μπορεί να τεθούν σε σχέση με τις προτάσεις μου (θα υπάρξουν αναπόφευκτα πολύ περισσότερα), δεν θα δώσω προς το παρόν απαντήσεις, προτιμώντας να αφήσω τους αναγνώστες να σκεφτούν αυτά που συζητήθηκαν. Ουσιαστικά, αν δεν βασιστούμε απλώς στις κυρίαρχες λύσεις για τα διεθνή προβλήματα, μπορεί να γεννήσουμε ιδέες που δεν είχαμε σκεφτεί προηγουμένως- και επιχείρησα να φτάσω σε μια από αυτές εδώ. Ελπίζω η απόπειρα αυτή, για μια μη παραδοσιακή κοσμοπολίτικη λύση στη σημερινή παγκόσμια περιβαλλοντική κρίση, να ωθήσει κι άλλους ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.


Συμπερασματικά, ενώ το περιβαλλοντικό μέλλον του κόσμου δεν διαγράφεται ευοίωνο σήμερα, δεν πιστεύω ότι στερείται κάθε ελπίδας. Σ’ αυτό το άρθρο άγγιξα μόνο μια πιθανή λύση για τα περιβαλλοντικά (και ίσως κάποια άλλα) προβλήματα που αντιμετωπίζει η διεθνής κοινότητα- εκείνη της εμπνευσμένης από τον κοσμοπολιτισμό μονομερούς δράσης. Ωστόσο, ανεξάρτητα από ποια θετικά βήματα γίνονται, για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι ότι πρέπει να γίνουν σύντομα. Όποιες μεθόδους κι αν χρησιμοποιήσουμε για την καταπολέμηση αυτής της απειλής για την ανθρωπότητα, κάποιος πρέπει να ηγηθεί για να προωθήσει τη διαδικασία και να ληφθούν υπεύθυνες αποφάσεις για το καλό όλων. Μολονότι μπορεί να μην ευθυγραμμίζεται ακριβώς με τις ‘παραδοσιακές’ κοσμοπολίτικες απόψεις, όπως των Held και Linklater, πιστεύω ότι συζητήσεις όπως αυτή που έγινε σ’ αυτό το άρθρο είναι δυνητικά πολύ πιο σημαντικές για τη γη από τις καθαρά ακαδημαϊκές κοσμοπολίτικες ανησυχίες. Για πολύ καιρό, οι εσωτερικές οικονομικές σκοπιμότητες εμπόδιζαν την εφαρμογή των αναγκαίων παγκόσμιων πρωτοβουλιών,. Όπως πρότεινα εδώ, το ‘μεγάλο δημοκρατικό πείραμα’ της Ε.Ε. θα μπορούσε να προωθήσει την αλλαγή στάσης που τόσο απεγνωσμένα χρειάζονται κάποιες περιοχές. Για το καλό μας, ελπίζω κάποιος εκεί πέρα να ακούει.

Iain Borden - Η άγνωστη πόλη της αρχιτεκτονικής και η καθημερινότητα



Προχορώντας πέρα από τον ορίζοντα του σύγχρονου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ο Iain Borden αναδεικνύει τις διαφορετικές δραστηριότητες που έχουν οι άνθρωποι στις πόλεις. Χαρτογραφεί μία πόλη για σεξ, για φωνές, για δυνατή μουσική, για τρέξιμο, για απλή ενατένιση, για διαδηλώσεις, για υπόγεια κόλπα, και για καλλιτέχνες του δρόμου.



Όταν διαβάζει κανείς ένα βιβλίο όπως αυτό του Richard Rogers ‘Cities for a Small Planet’, έχει την τάση να βρίσκει λύσεις και μια αναζήτηση της βεβαιότητα. Ο Rogers προτείνει γειτονιές μικτής χρήσης με ‘ανοιχτό πνεύμα’, με συμμετοχικό σχεδιασμό και ‘δημιουργική υπηκοότητα’ για όλους, ανακαινισμένα κτίρια και αλάνες, τη χρήση διαφορετικών αρχιτεκτονικών αισθητικών, τη μεγαλύτερη χρήση συμβολικών δημοσίων κτιρίων, καθώς και τη μετατροπή κτιρίων με μαγαζιά και γραφεία σε κατοικίες, ιδίως για τους μη προνομιούχους. Όταν η πολιτική της αρχιτεκτονικής διασπάται όλο και περισσότερο σε πεδία μεταστρουκτουραλιστικής σημασίας, επαγγελματικές φιλονικίες και μονοθεματικές ομάδες πίεσης, αυτό το είδος αρχιτεκτονικής έκφρασης είναι ίσως αναγκαίο και επίκαιρο.


Ή τουλάχιστον έτσι μοιάζει. Και εδώ οφείλω να ομολογήσω κάποια αμηχανία. Ενώ αυτές οι προτάσεις μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό σωστές ως προς αυτό που λένε, αυτό που δεν λένε, αυτό που αφήνουν απλώς να εννοηθεί, αυτό που παραλείπουν, είναι που προκαλεί ανησυχία. Αυτό που είναι το πλέον ανησυχητικό είναι μάλιστα το πρότυπο της αστικής κατοικίας. Αυτές είναι πόλεις πολιτισμού, με παραδοσιακή τέχνη, μουσική, θέατρο, γκαλερί, όπερα, μεγάλες δημόσιες πλατείες. Πάνω απ’ όλα, είναι πόλη με δημόσιες πλατείες, ήπιες περιπλανήσεις, προφορικές συζητήσεις και καφέ στις άκρες των πλατειών. Είναι η πόλη της μόκα, των πολυσέλιδων κυριακάτικων εφημερίδων, των ‘ντιζάιν’ φωτιστικών, των φρέσκων ζυμαρικών και των απτών δομών.


Δεν είναι, όμως, πόλη για όλες εκείνες τις διαφορετικές δραστηριότητες που έχουν οι άνθρωποι στις πόλεις. Δεν είναι πόλη για σεξ, για φωνές, για δυνατή μουσική, για τρέξιμο, για απλή ενατένιση, για διαδηλώσεις, για υπόγεια κόλπα, για καλλιτέχνες του δρόμου. Δεν είναι πόλη για ένταση, για σκληρές αποφάσεις, για καταστάσεις εκτός ελέγχου, ούτε είναι πόλη για πιάτσες ταξί, εναέριο μετρό ή υπαίθριες αγορές, ούτε η πόλη για ασκητική απομόνωση, καθαρή πνευματικότητα, παράξενες αντιθέσεις ή εφήμερες καλλιτεχνικές παρεμβάσεις.


Πού να κοιτάξουμε λοιπόν; Ποια μέρη της πόλης να εξερευνήσουμε; Προτείνω εδώ πέντε πιθανές περιοχές, που πήρα από το βιβλίο The Unknown City: Contesting Architecture and Social Space, που δημοσίευσα σε συνεργασία με τους Jane Rendell, Alicia Pivaro και Joe Kerr.


Ταυτότητα


Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την ταυτότητα και την εμπειρία μιας πόλης και των ανθρώπων της; Πώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε την προσωρινή οικοδόμηση ταυτότητας που κάνουν οι άνθρωποι σε σχέση με τις αρχιτεκτονικές τους για την καθημερινότητα; Για παράδειγμα, στην αναφορά της για το Wythenshawe του Μάντσεστερ, η Doreen Masseyαναρωτιέται ποια είναι η εμπειρία ενός ανθρώπου μεγαλύτερης ηλικίας για το μέρος αυτό, και σε τι αυτή διαφέρει από των άλλων κατοίκων της πόλης; Αυτές οι ιστορίες υπογραμμίζουν ότι δεν έχουμε όλοι μας την ίδια εμπειρία του χώρου και, πράγματι, ακόμη και οι ίδιες μας οι εμπειρίες και απόψεις ποικίλλουν ανάλογα με το χρόνο και τον τόπο.


Μνήμη


Πώς μπορούμε λοιπόν να επανακτήσουμε, να τιμήσουμε και να καταγράψουμε αυτά τα είδη ταυτότητας και εμπειρίας; Ποιες ιστορίες της πόλης και της αρχιτεκτονικής της είναι κατάλληλες για καταγραφή; Το Λος Άντζελες, για παράδειγμα, στα χέρια κάποιου σαν τηνDolores Hayden, μπορεί να αποκαλύψει ξεχασμένες σχεδόν ιστορίες για τους Αφρο-αμερικανούς κατοίκους του- ιστορίες που σβήστηκαν σχεδόν από τον δημόσιο χώρο αλλά που τώρα έρχονται ξανά στη μνήμη, σημειώνονται και τιμώνται. Ένας επιμνημόσυνος τοίχος, που κτίστηκε στο κάτω Λος Άντζελες, δεν τιμά τη ζωή κάποιου πολιτικού ή στρατηγού, αλλά εκείνη ενός κατοίκου, της Biddy Mason, μιας πρώην σκλάβας που έζησε μια ζωή έξω απ’ τα συνηθισμένα, δημιουργώντας μεταξύ άλλων προηγούμενα για τη νομοθετική απελευθέρωση των σκλάβων και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των μαύρων πολιτών, ενώ παράλληλα πρόσφερε χρήσιμες κοινωνικές υπηρεσίες ως παραγωγική μαία.


Παρόμοιες μνήμες είναι σημαντικές και επίκαιρες, συμβάλλουν στην ανάκληση κατεστραμμένων δομών και κρυμμένων γεγονότων, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αντίστασης σε απλοποιημένες ιστορικές αναφορές που υπηρετούν τα συμφέροντα των σημερινών κυρίαρχων ιδεολογιών.


Κυριαρχημένος χώρος


Ένας τρίτος τομέας ανησυχίας έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη χρήση του χώρου, και ειδικότερα με τον τρόπο που χειρίζεται ο καπιταλισμός το χώρο ως ουδέτερο αντικείμενο που μπορεί να υπαχθεί αποκλειστικά στις δυνάμεις μιας ορθολογικής διευθέτησης. Για παράδειγμα, ο William Menking ανακάλυψε στη Νέα Υόρκη συντονισμένες προσπάθειες ‘καθαρισμού’ του Grand Central από τις ‘ανεπιθύμητες’ χρήσεις του, καθώς οι καπιταλιστές επιδιώκουν να αλλάξουν και να ελέγξουν την πόλη σαν ένα δικό τους, κλειστό φέουδο. Αυτό το είδος ιστορικού έργου είναι σημαντικό, καθώς για να αντισταθούμε στις καταχρήσεις του καπιταλισμού, αυτές οι καταχρήσεις πρέπει πρώτα απ’ όλα να εντοπιστούν και να γίνουν κατανοητές.


Κατάλληλος χώρος


Είναι επίσης σημαντικό να μην ξεχνάμε τους μύριους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να διαταράξουν τα όνειρα των αρχιτεκτόνων, των πολεοδόμων και των υπεύθυνων για την πόλη, οι άνθρωποι που δεν θέλουν να ενεργούν σύμφωνα με μεγάλα σχέδια και τακτοποιημένους πολιτισμούς. Αυτοί οι άνθρωποι ποικίλλουν από τις Φιλιππινέζες υπηρέτριες στο Χονγκ Κονγκ, που ευγενικά αλλά αποφασιστικά ιδιοποιούνται ένα μικρό τμήμα δημόσιου χώρου στο ρεπό τους του Σαββατοκύριακου, μέχρι τους σκέιτμπόρντερς που, σε μια ιδιαίτερα σαφή μορφή αυτής της στρατηγικής, καταλαμβάνουν και επαναπροσδιορίζουν μικρο-τοποθεσίες της πόλης για να κάνουν τη δική τους αρχιτεκτονική που αποτελείται από νέες χαρτογραφήσεις και εφήμερη κατάληψη. (Αυτή ήταν η δική μου συμβολή στο The Unknown City).


Απεικόνιση


Ένας άλλος τομέας προβληματισμού είναι η απεικόνιση- ποια θα μπορούσε να είναι η κατάλληλη τέχνη και οι αρχιτεκτονικές μορφές για τη δημοκρατική πόλη; Νομίζω πως ένας ιδιαίτερος κίνδυνος των νέων μορφών πολιτισμικής δραστηριότητας είναι ότι μπορούν να υιοθετήσουν τη μορφή του σύγχρονου πολιτισμού χωρίς να είναι κριτικές απέναντί του- όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με μεγάλο μέρος της αρχιτεκτονικής του Λας Βέγκας. Αντίθετα, τα σχέδια που αφορούν την πόλη μπορούν να έχουν μια κριτική διάσταση, έτσι ώστε η ίδια η πόλη να προβάλει ως μέσο σκέψης για τον πολιτισμό. Οι τακτικές εδώ θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν σχέδια δημόσιας τέχνης όπως η συνεργασία της Fashion Architecture Taste με τη London Transport και τους καλλιτέχνες και μουσικούς ή η αποδόμηση της απεικόνισης του αστικού χώρου είτε μέσα από τη θεωρία του Bernard Tschumi, όπως στο βιβλίο Manhattan Transcripts είτε όπως στο Πάρκο Λα Βιλέτ ή στα σχέδια του Nigel Coates για μια αρχιτεκτονική αφηγηματικών και σωματικών απολαύσεων.


Ακόμη, πιο εφικτά σχέδια περιλαμβάνουν την ταινία του Patrick Keiller ‘London’, που οδηγεί τον θεατή σε μια σειρά παράξενων ψυχο-γεωγραφικών ταξιδιών, λογοτεχνικές απεικονίσεις για την αντιμετώπιση της πόλης ως ερωτικού σημείου συνάντησης ή τη θεώρηση του Steve Pile για το άγνωστο, το αλλόκοτο, και το κρυφό- τα μυστικά δίκτυα της πόλης.


Κατά συνέπεια, έχουμε εδώ ένα είδος άγνωστης και όχι σίγουρης πόλης, μια δημοκρατική πόλη βασισμένη σε τρία είδη διαφοράς- διαφορές που καλά θα κάνουμε να προσέξουμε και να ενθαρρύνουμε.


Πρώτον, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι άνθρωποι διαφορετικής προέλευσης, φυλής, ηλικίας, τάξης, σεξουαλικότητας, φύλου και γενικών ενδιαφερόντων έχουν όλοι διαφορετικές ιδέες για το δημόσιο χώρο και επομένως χρησιμοποιούν και φτιάχνουν τα δικά τους μέρη όπου θα καλλιεργήσουν τις ταυτότητές τους ως άτομα και πολίτες.


Δεύτερον, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πέραν της πλατείας, της πίτσας και της λεωφόρου, οι πόλεις χρειάζονται κρυφούς χώρους και εντελώς εκτεθειμένους χώρους, σκληρούς χώρους και ήπιους χώρους, θορυβώδεις χώρους και ήσυχους χώρους. Οι πόλεις χρειάζονται χώρους στους οποίους οι άνθρωποι να θυμούνται, να σκέφτονται, να βιώνουν εμπειρίες, να αμφισβητούν, να αγωνίζονται, να ιδιοποιούνται, να φοβούνται, να ερωτεύονται, να κάνουν πράγματα, να χάνουν πράγματα και γενικά να γίνονται αυτοί που είναι.


Τρίτον, και πιο σημαντικό, χρειαζόμαστε χώρους στους οποίους να ερχόμαστε αντιμέτωποι με το διαφορετικό και το όμοιο, να επιβεβαιωνόμαστε και να δεχόμαστε προκλήσεις. Διαφορετικά, είμαστε κι εμείς αθέατοι, εξαφανιζόμαστε απ’ την πλατεία, αυτολογοκρινόμαστε, στερούμαστε το δικαίωμα στην πόλη. Χρειαζόμαστε μια πόλη που δεν γνωρίζουμε, που δεν καταλαβαίνουμε, με την οποία δεν έχουμε έρθει ακόμη αντιμέτωποι, πράγμα το οποίο είναι ταυτόχρονα παράξενο, οικείο και άγνωστο σε μας.